- Τουργκένιεφ, Ιβάν Σεργκέγεβιτς
- (Ορέλ 1818 – Μπουζιβάλ, Παρίσι 1883). Ρώσος συγγραφέας. Η μητέρα του, πλούσια κληρονόμος
άσκησε, με την αυστηρότητά της, μεγάλη και αρνητική επίδραση στα νεανικά του χρόνια. Ο Τ. έκανε πολύ συστηματικές σπουδές· στο
πανεπιστήμιο της Πετρούπολης, είχε καθηγητή τον Πλετνιόφ, φίλο του Πούσκιν. Στο Σύγχρονο, που διηύθυνε ο Πλετνιόφ μετά από τον
θάνατο του Πούσκιν, ο Τ. δημοσίευσε (1838) τους στίχους του και το Xoρ και Καλίνιτς (1847), το πρώτο διήγημα από τα
Απομνημονεύματα ενός κυνηγού. Η ζωντανή σχέση με το περιβάλλον και τους αντιπροσώπους της εποχής, που ονομάστηκε χρυσός
αιώνας της ρωσικής ποίησης, είχε ιδιαίτερη σημασία όχι μόνο για την άμεση επίδρασή της στην πρώτη έμμετρη παραγωγή του
(αξιοπρόσεκτο είναι το ποίημα Παράσα, 1843, που θυμίζει Πούκσιν και Λέρμοντοφ), αλλά και για την αναντίρρητη αντανάκλασή της
πάνω στον καθάριο και διαυγή πεζό λόγο του Τ. ως διηγηματογράφου. Από το 1838 έως το 1841 έζησε στο Βερολίνο, στο
πανεπιστήμιο του οποίου παρακολούθησε ανώτερα μαθήματα φιλοσοφίας. Ο γερμανικός ιδεαλισμός και η εγελιανή φιλοσοφία ήταν
τότε στο κέντρο των ενδιαφερόντων των νεαρών Ρώσων διανοουμένων και στο Βερολίνο ο Τ. συνάντησε αυτούς που θα γίνονταν οι
σημαντικότεροι πολιτικοί στοχαστές της Ρωσίας, φιλελεύθεροι και ριζοσπάστες (Γκρανόφσκι, Στάνκεβιτς, Μπακούνιν, Χέρτσεν): οι
επαφές με το ευρωπαϊκό και προοδευτικό αυτό περιβάλλον άφησαν στον Τ. ανεξίτηλη τη σφραγίδα του. Από το 1842 έως το 1845
υπηρέτησε στη Μόσχα ως διοικητικός υπάλληλος, θέση που εγκατέλειψε για να αφιερωθεί αποκλειστικά στη λογοτεχνία. Στην
απόφασή του αυτή, που προκάλεσε την οριστική ρήξη με τη μητέρα του, έπαιξε αποφασιστικό ρόλο ο έρωτάς του για την
τραγουδίστρια Πολίν Γκαρσία, σύζυγο Βιαρντό. Ο έρωτάς του για τη Βιαρντό έγινε γρήγορα ο λόγος ζωής για τον Τ. και επηρέασε όλη τη
δράση του: το 1847 εγκατέλειψε για πρώτη φορά τη Ρωσία και πήγε να συζήσει, εκτός από μερικά διαλείμματα, με τη Βιαρντό. Κατά τη
διάρκεια της πρώτης διαμονής του στη Γαλλία ο Τ. έγραψε πολλά θεατρικά έργα (Το ψωμί του άλλου, 1848, Ένας μήνας στην εξοχή,
1850, Ένα βράδυ στο Σορέντο, 1852) και σχεδόν όλα τα διηγήματα της συλλογής Απομνημονεύματα ενός κυνηγού (1852) τέλεια στην
ισορροπία ενός πεζού λόγου αρμονικού και υποβλητικού, χωρίς ρητορισμό, και που μόλις δημοσιεύτηκαν προκάλεσαν ζωηρό
κοινωνικό ενδιαφέρον: οι χωρικοί τους οποίους περιγράφει διαδοχικά ο Τ. παρουσιάζονται συμπαθητικοί με την ανθρωπιά τους και
τον συναισθηματικό τους πλούτο, σε αντίθεση με την προστυχιά και τη σκληρότητα των γαιοκτημόνων. Αφού έγινε κάτοχος του μέρους
της περιουσίας που κληρονόμησε μετά τον θάνατο της μητέρας του (1850), ο Τ. έζησε για κάμποσο καιρό στη Μόσχα: το 1852 εξαιτίας
ενός άρθρου που έγραψε για τον θάνατο του Γκόγκολ, συνελήφθη και εκτοπίστηκε για ενάμιση χρόνο στα κτήματά του στο Σπάσκογε.
Το πρώτο μυθιστόρημά του Ρούντιν εκδόθηκε το 1856, όταν ο Τ. είχε ξαναγυρίσει κοντά στη Βιαρντό, αλλά όπως και τα διάφορα
διηγήματά του –Οι δυο φίλοι (1854), Ένα ήσυχο μέρος (1854), Γιάκοβ Πασίνκοφ (1855), Μια αλληλογραφία (1856), Φάουστ (1856),
Πρώτος έρωτας (1860)– και τα μυθιστορήματα Αριστοκρατική φωλιά (1858), Αγρύπνια (1860) και Πατέρες και παιδιά (1862), που
δημοσιεύτηκαν κατά τη διάρκεια ταξιδιών του στη Γαλλία και στην Ιταλία, είναι καρπός της έντονης και ανήσυχης εμπειρίας του από τη
ρωσική ζωή μεταξύ 1850 και 1855 και τις περιοδικές αργότερα επιστροφές του στην πατρίδα του. Πρόσωπα συμβολικά όπως ο
Ρούντιν, ιδεαλιστής, δραστήριος και ματαιόδοξος, τυπικός Ρώσος της δεκαετίας του 1840, ο Λαβρέτσκι, της Αριστοκρατικής φωλιάς,
συντηρητικός αισθηματίας που ικανοποιείται με την ίδια τη θυσία του εαυτού του, η Ελένη, το κορίτσι της Αγρύπνιας, που με τη
δραστηριότητα και την ορμητική αφοσίωσή της ξεπερνά όλους τους άνδρες πρωταγωνιστές του έργου, αντιπροσώπους της νεολαίας
των αμέσως πριν από τη μεταρρύθμιση του 1861 χρόνων, έγιναν τα γνώριμα πρότυπα του ρωσικού αναγνωστικού κοινού, που
αγαπούσε τη λογοτεχνία και λαχταρούσε κοινωνική δικαιοσύνη. Το Πατέρες και παιδιά, το γνωστότερο από τα μυθιστορήματά του –και
το περισσότερο επιτυχημένο– ήταν και αυτό που προκάλεσε τις περισσότερες συζητήσεις και καταπολεμήθηκε για όμοιους και
αντίθετους λόγους, τόσο από τους προοδευτικούς όσο και από τους συντηρητικούς. Στο πρόσωπο του Μπαζάροφ, ο Τ. ήθελε να
παρουσιάσει έναν άνθρωπο δραστήριο, αποφασιστικό, ευσυνείδητο: τον μηδενιστή, τον νέο τύπο του επαναστάτη. Ο τύπος αυτός δεν
άρεσε φυσικά στους συντηρητικούς, αλλά ούτε και στους επαναστάτες που τον θεώρησαν ως παρωδία (μόνο αργότερα, χάρη στον
κριτικό Πιζάρεφ, αναγνωρίστηκε η γνησιότητά του). Το 1863 ο συγγραφέας έφυγε για τη Γαλλία, αποφασισμένος να εγκαταλείψει για
πάντα τη Ρωσία και, μαζί με τους Βιαρντό εγκαταστάθηκε στο Μπάντεν Μπάντεν. Σχεδόν κάθε χειμώνα όμως ξαναγύριζε στην πατρίδα
του και σε ένα από τα ταξίδια του αυτά πίστεψε ότι συγκέντρωσε αρκετά στοιχεία για ένα μυθιστόρημα σύγχρονης ζωής, τον Καπνό
(1867), σχετικό με τα προβλήματα των Ρώσων διανοουμένων της δεκαετίας του 1860. Το βιβλίο, που αποτελούσε δηκτική σάτιρα της
κοινωνίας της εποχής, δεν συνάντησε την εύνοια του κοινού. Άλλωστε το ρωσικό λογοτεχνικό περιβάλλον ήταν πολύ διαφορετικό από
αυτό που γνώρισε ο Τ. κατά τις προηγούμενες δεκαετίες (και που περιέγραψε αργότερα στις Αναμνήσεις από τη λογοτεχνία και τη ζωή).
Το 1871, όταν άρχισε ο γαλλοπρωσικός πόλεμος, ο Τ. πήγε στο Παρίσι και ενσωματώθηκε οργανικά, πάντα με τη μεσολάβηση των
Βιαρντό, στη γαλλική λογοτεχνική ζωή και τόσο με τις μεταφράσεις του των έργων του Φλομπέρ όσο και με τη διάδοση των ρωσικών
έργων, συνέβαλε πολύ στην αμοιβαία γνώση των δύο λογοτεχνιών. Ενώ η κακή κατάσταση της υγείας του τον εμπόδιζε να
επισκέπτεται συχνά την πατρίδα του, ο Τ. θέλησε άλλη μια φορά να ερμηνεύσει τα προβλήματα της ρωσικής ζωής: μια ιστορία με
κέντρο τη ζωή των ναρόντνικων του έδωσε το θέμα για το τελευταίο μυθιστόρημά του Παρθένες γαίες (1876), που επικρίθηκε ως
απόδειξη της τέλειας απομάκρυνσής του από τη ρωσική ζωή και της αδυναμίας του να την κατανοήσει. Έτσι βρέθηκε ξανά στο κέντρο
συζητήσεων που, κατά τα άλλα, δεν έθιγαν την καθιερωμένη πλέον θέση του. Οι αναγνωρίσεις και οι τιμές δεν του έλειψαν τα τελευταία
αυτά χρόνια (στη Γαλλία τον θεωρούσαν έναν από τους μεγαλύτερους ζωντανούς συγγραφείς, στην Αγγλία ανακηρύχθηκε το 1879
επίτιμος διδάκτωρ της Οξφόρδης και στην ίδια τη Ρωσία πήρε μέρος με ένα λόγο του στις μεγαλοπρεπείς εκδηλώσεις για τον Πούσκιν
το 1880). Από το 1881 έως το 1883 έγραψε ακόμα μερικά διηγήματα (Tο τραγούδι του έρωτα που θριαμβεύει, Κλάρα Μίλιτς) και συνέχισε
τη σύνθεση των Πεζοτράγουδών του (είχαν τον αρχικό τίτλο Σενίλια), σύντομες και απαισιόδοξες σκέψεις πάνω στον θάνατο και στη
ματαιότητα των πραγμάτων, γραμμένα σε έναν αρμονικό και υπερβολικά περίτεχνο πεζό λόγο. Λίγο πριν πεθάνει, υπαγόρευσε στην
Πολίν Βαρντό (που στάθηκε πλάι του μαζί με μερικούς άλλους πιστούς φίλους, κατά την οδυνηρή ασθένεια που τον βασάνιζε τα
τελευταία χρόνια) το τελευταίο διήγημά του Ένα τέλος.
O Ιβάν Τοργκένιεφ σε μια προσωπογραφία του Ρέρωφ (Μουσείο Ρωσικής Τέχνης, Λένινγκραντ).
Dictionary of Greek. 2013.